- αισχρορρημοσύνη
- η (Α αἰσχρορρημοσύνη) [αἰσχρορρήμων]η αισχρολογία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰσχρορρημοσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρορρημοσύνῃ — αἰσχρορρημοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρορρημοσυνῶν — αἰσχρορρημοσύνη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρορρημοσύναις — αἰσχρορρημοσύνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρορρημοσύνην — αἰσχρορρημοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρορρημοσύνης — αἰσχρορρημοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχρορρημοσύνας — αἰσχρορρημοσύνᾱς , αἰσχρορρημοσύνη fem acc pl αἰσχρορρημοσύνᾱς , αἰσχρορρημοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχρορρήμων — (ονος), ον (Α αἰσχρορρήμων) ο αισχρολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + ρήμων < εἴρω «λέγω, δηλώνω». ΠΑΡ. αἰσχρορρημονῶ, αἰσχρορρημοσύνη)] … Dictionary of Greek